- ἐπιλέκτου
- ἐπίλεκτοςchosenmasc/fem/neut gen sgἐπιλέκτηςcollectormasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τεύταμος — Μακεδόνας στρατηγός επίλεκτου σώματος αργυρασπίδων. Στον πόλεμο μεταξύ του Ευμένη και του Αντίγονου, πήρε μέρος με τον πρώτο. Το 316 π.Χ. όμως άλλαξε στρατόπεδο και παρέδωσε ζωντανό τον Ευμένη στον αντίπαλό του. Από τότε χάνονται και τα ίχνη του … Dictionary of Greek
Μανουσέλης — Επώνυμο οικογένειας Κρητικών αγωνιστών από τον Καλλικράτη των Σφακίων. 1. Αναγνώστης. Γιος του Νικόλαου (βλ. 9.). Πήρε μέρος στις συνελεύσεις των προκρίτων στα Σφακιά, οι οποίες είχαν στόχο την οργάνωση της επανάστασης στην Κρήτη. Εξελέγη αρχηγός … Dictionary of Greek
Μυλωνογιάννης — Επώνυμο γνωστής κρητικής οικογένειας, η οποία πρωτοστάτησε στους εθνικούς αγώνες. Σπουδαιότεροι γόνοι της ήταν οι εξής: 1. Σταμάτιος (περ. 1790 – περ. 1870). Καταγόταν από το χωριό Επάνω Κεφαλά της Κρήτης. Πήρε μέρος στις επαναστάσεις του 1821 30 … Dictionary of Greek